- τζιτζάκιο
- το / τζιτζάκι(ο)ν, ΝΜστρατιωτική χλαμύδα τής ύστερης βυζαντινής περιόδου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αν δεχθεί κανείς ότι η λ. συνδέεται με το τουρκ. tschi-tchek «λουλούδι», θα μπορούσε να υποτεθεί ότι το ένδυμα ήταν διακοσμημένο με λουλούδια].
Dictionary of Greek. 2013.